- στεμματόμορφος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που έχει τη μορφή στέμματος2. φρ. «στεμματόμορφη εκκένωση»(ηλεκτρολ.) η εκκένωση στέμματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέμμα, -ατος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατό-μορφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.